- προμεσημβρία
- η, Ντο πριν από το μεσημέρι διάστημα τής ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μεσημβρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμεσημβρινός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πριν από το μεσημέρι διάστημα τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προμεσημβρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek